- ξυλογράφημα
- το ксилография (оттиск, эстамп, гравюра) .
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλογράφημα — το η εικόνα από την εκτύπωση τής ξυλογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… … Dictionary of Greek